- σκύλλεται
- σκύλλωtornpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκύλλω — ΜΑ 1. ξεσχίζω σαν σκύλος, κατασπαράσσω 2. μτφ. εμβάλλω κάποιον σε ταραχή ή στενοχώρια, ταράζω (α. «τὴν ἀσθενοῡσαν σκύλλειν», Σωρ. β. «τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον», ΚΔ) 3. (το μέσ. και παθ.) σκύλλομαι στενοχωριέμαι (α. «Κύριε, μή σκύλλου», ΚΔ β … Dictionary of Greek